- δυσοικονόμητος
- -η, -ο (Α δυσοικονόμητος, -ον)νεοελλ.αυτός που δύσκολα συμβιβάζεται, απαιτητικόςαρχ.1. δύσπεπτος2. αυτός που διευθύνεται δύσκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσοικονόμητος — hard to digest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονόμητον — δυσοικονόμητος hard to digest masc/fem acc sg δυσοικονόμητος hard to digest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονομητότεροι — δυσοικονόμητος hard to digest masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονομήτου — δυσοικονόμητος hard to digest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονομήτους — δυσοικονόμητος hard to digest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονόμητα — δυσοικονόμητος hard to digest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοικονόμητοι — δυσοικονόμητος hard to digest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπραγμάτευτος — δυσπραγμάτευτος, ον (Α) δυσκολομεταχείριστος, δυσοικονόμητος … Dictionary of Greek